ξιφίδα

ξιφίδα
και ξιφίς, η
μικρό εγχειρίδιο με λαβή και με κοντή, αιχμηρή και αμφίστομη συνήθως λεπίδα, το οποίο έφεραν οι Ρωμαίοι και οι ιππότες κατά τον μεσαίωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + κατάλ. -ις -ίδα (πρβλ. λεπ-ίδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”